Το κράτος επιχορηγεί τις οργανωμένες θρησκείες, επειδή αποτελούν μέρος του πολιτισμικού εξοπλισμού της κοινωνίας· το κάνει για δικό του όφελος, λόγω του αποφασιστικού ρόλου της θρησκείας στην άρθρωση του κοινωνικού δεσμού, στην παραγωγή του συμβολικού και φαντασιακού σύμπαντος, του όλου τρόπου επικοινωνίας μέσα από τον οποίον συγκροτείται η κοινωνία και διατυπώνεται ο ηγεμονικός λόγος.
Σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, βέβαια, οι θρησκευτικοί θεσμοί δεν έχουν το μονοπώλιο στη συμβολική παραγωγή· συνυπάρχουν με καθαρά κοσμικούς φορείς παραγωγής πολιτισμού (προπάντων με τους σύγχρονους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.τ.λ.).
Η γνώμη μας είναι ότι οι θρησκευτικοί και οι πολιτισμικοί θεσμοί πρέπει να συντηρούνται εν μέρει από ίδιους πόρους (με την περιουσία τους ή από το κοινό τους) και συμπληρωματικά από τη χρηματοδότηση του κράτους. Το κράτος οφείλει να δαπανά δημόσιους πόρους για την αναστήλωση θρησκευτικών μνημείων (χριστιανικών, μουσουλμανικών, εβραϊκών κ.τ.λ.), για την εκπαίδευση των κληρικών, για να συνδράμει τις οργανωμένες θρησκείες στο κοινωνικό τους έργο ή συμβάλλοντας ενδεχομένως στη μισθοδοσία των λειτουργών τους.
Η χρηματοδότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την πολιτεία δεν είναι λιγότερο θεμιτή από τη χρηματοδότηση του φεστιβάλ Αθηνών του Μεγάρου Μουσικής των πολιτικών κομμάτων. Η πόλη-κράτος της αρχαίας Αθήνας ξόδευε δημόσιο χρήμα για τις γιορτές των Παναθηναίων και το ίδιο κάνανε κι οι αρχαϊκές κοινωνίες για τις δικές τους γιορτές και θρησκευτικές τελετές.
Οι θρησκευτικοί θεσμοί ως θεσμοί δημόσιοι
Οι θρησκευτικοί θεσμοί, όπως και γενικότερα οι θεσμοί παραγωγής του πολιτισμικού και συμβολικού πλούτου, είναι πολύ σημαντικοί δημόσιοι θεσμοί και ως τέτοιους πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε· όχι να τους δούμε εγκλωβισμένους στον ιδιωτικό χώρο, όπως πρεσβεύουν οι φιλελεύθερες θεωρίες, και χωρίς η αναγνώρισή του δημόσιου χαρακτήρα τους να σημαίνει ότι τους θέλουμε πολιτικούς-κρατικούς θεσμούς ( και να ταυτιστούμε έτσι με τους κρατικιστές και τους οπαδούς του ολοκληρωτισμού ή του φονταμενταλισμού).
Η αντίληψή μας αυτή, που επίσης αφορά γενικότερα τους πολιτισμικούς θεσμούς, βρίσκεται, λοιπόν, σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του φιλελευθερισμού και του κρατικισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εναντίον της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος στράφηκε πρώτος ο Γιάννης Στουρνάρας. Μόνο που το επιχείρημά του, αν ξεδιπλωθεί, είναι επιχείρημα για την ιδιωτικοποίηση ή ακριβέστερα την αγοραιοποίηση κάθε θεσμού παραγωγής πολιτισμού. Είναι γεγονός ότι η φιλελεύθερη αντίληψη περί θρησκείας ασκεί σημαντική γοητεία, ειδικά σε εκείνο το τμήμα της αριστεράς που εμπνέεται από το λόγο περί δικαιωμάτων. Ωστόσο, όπως ήδη είχε επισημάνει ο Μαρξ στο «Εβραϊκό Ζήτημα» δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η πιο πλέρια χειραφέτηση του κράτους από τη θρησκεία (μια πολιτική χειραφέτηση) μπορεί να είναι συμπληρωματική όχι απλώς με μια εξαιρετικά θρησκευόμενη κοινωνία, αλλά και με την άνθηση του κάθε λογής σκοταδισμού ή των πιο απεχθών ανορθολογισμών· σχετικά με αυτό το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι πολύ διαφωτιστικό.
Η κρατικίστικη αντίληψη για τη θρησκεία
Από την άλλη, η κρατικίστικη αντίληψη για τη θρησκεία υιοθετείται από ένα μεγάλο μέρος της Εκκλησίας αλλά και -με διαφορετικό τρόπο βέβαια- από μερικές οργανώσεις ή κόμματα της αριστεράς. Στην πράξη η υπαγωγή της Εκκλησίας στο κράτος την μετατρέπει σε θεραπαινίδα της εκάστοτε εξουσίας (ούτε η Ορθοδοξία έχει την κατάλληλη παράδοση ούτε η εκκοσμικευμένη ελληνική κοινωνία επιτρέπει φονταμενταλιστικές φιλοδοξίες ή φαντασιώσεις). Η αποτίναξη της κρατικής κηδεμονίας –αποτίναξη η οποία είναι ρήξη με ένα βαθιά ριζωμένο κομφορμισμό αιώνων–είναι προϋπόθεση για να πάρουν ενεργό μέρος οι Χριστιανοί στο αναγκαίο εγχείρημα αναγέννησης του λαού μας. Μπορούν στα αλήθεια οι πιστοί να αντιμετωπίζουν τον παπά όπως αντιμετωπίζουν ένα δημοτικό υπάλληλο, έναν εφοριακό, έναν αστυνομικό ή ένα δικαστικό; Οι πιστοί ας προβληματιστούν πάνω στο ερώτημα του Κίρκεγκορ: τι κάνει περισσότερο κακό στον Χριστιανισμό, χίλιοι κρατικοί υπάλληλοι που τον διώκουν ή εκατό κρατικοί υπάλληλοι που τον διαδίδουν;
Ένα μέρος της αριστεράς ζητάει τόσο τη διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης της Εκκλησίας όσο και τη χωρίς αποζημίωση δήμευση της περιουσίας της. Με άλλα λόγια, θέλει να επιφέρει ένα καθοριστικό διπλό πλήγμα εναντίον της Εκκλησίας· στην πολιτική κοινωνία όσο και στην ιδιωτική. Αυτός ο αντικληρικαλισμός και αντιχριστιανισμός, όμως, απλώς στοχεύει στην ίδρυση μιας άλλης ανταγωνιστικής πολιτικής κρατικής θρησκείας, σαν αυτές που κατέρρευσαν πριν δύο δεκαετίες στην Ανατολική Ευρώπη και αλλού.
Η κρατική εξουσία έχει πάντα έναν οιονεί θρησκευτικό χαρακτήρα και αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στο ολοκληρωτικό κράτος, που μονοπωλεί τους πολιτιστικούς θεσμούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και το οποίο με τον τρόπο του είναι ένα θρησκευτικό κράτος. Γι’ αυτό, όπως πολύ σωστά έλεγε ο Π.Κονδύλης, το ολοκληρωτικό κράτος είναι υποχρεωτικά αθεϊστικό (θρησκεία δε σημαίνει οπωσδήποτε πίστη στο Θεό ή σε θεούς, ο Βουδισμός είναι αθεϊστικός). Η βίαιη εξάλειψη των θρησκευτικών θεσμών από την κρατική καταστολή αναιρεί τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, ακριβώς γιατί το κράτος είναι που αναλαμβάνει πλέον τις λειτουργίες αυτών των θεσμών.
Θρησκευτικοί θεσμοί και κοσμικό κράτος
Υφίσταται πάντα μια σχέση ανάμεσα στους (δημόσιους) θρησκευτικούς θεσμούς και το πολιτικό «κοσμικό» κράτος· κράτος και θρησκευτικοί θεσμοί αποτελούν τους όρους μιας σχέσης που δομεί το δημόσιο χώρο. Είπαμε προηγουμένως ότι η θρησκεία αποτελεί μέρος του πολιτισμού και του τρόπου επικοινωνίας πάνω στον οποίο στηρίζεται η πολιτεία. Το κράτος δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει απλώς ένα ουδέτερο εργαλείο για την επιτήρηση των συμβολαίων που συνάπτονται ανάμεσα στα ιδιωτικά συμφέροντα, όπως θα ήθελε η φιλελεύθερη ουτοπία· δεν μπορεί ποτέ να εκκοσμικευτεί πλήρως ακόμα όταν τη θέση του Θεού παίρνει ο Λόγος, η Φύση, το Έθνος, πολύ περισσότερο που στις νεωτερικές κοινωνίες η πολιτική κοινότητα έρχεται να προσφέρει στο θνητό άτομο την υπόσχεση της αθανασίας (δια της συνέχειας της πόλης, του έθνους, του λαού), μια παρηγοριά που παλαιότερα προσέφεραν οι θρησκείες. Πάντως, η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα ως προς τη σχέση των θρησκευτικών και γενικότερα των πολιτισμικών θεσμών με το κράτος, είναι η φιλελεύθερη και όχι η κρατικιστική (είτε εμφανίζεται η τελευταία με τη μορφή του ορθόδοξου χριστιανικού κράτους είτε μ’ εκείνη της αντιχριστιανικής πολιτικής θρησκείας).
Και ποια θα ήταν η θέση των θρησκευτικών θεσμών στο δημόσιο χώρο των ελεύθερων πολιτειών, οι οποίες θα εμπνέονταν από την αρχή της άμεσης δημοκρατίας; Στα επαναστατικά κινήματα των τελευταίων αιώνων διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις για τη θρησκεία: από τα φλογερά λόγια του Τόμας Μίντσερ «οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν και μόνο ο Θεός θα είναι κύριός τους», μέχρι το σύνθημα «ούτε Θεός, ούτε αφέντης» των αναρχικών. Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη συντριπτική κριτική του Πάνεκουκ (αλλά και του Γκράμσι) εναντίον του λενινιστικού υλισμού, μας αρκεί ένας ρηχός αντιθρησκευτικός λόγος και μάλιστα από τη σκοπιά της «Επιστήμης», της πιο καταπιεστικής και διαδεδομένης μορφής ψευδούς συνείδησης; Σήμερα πρέπει να ανοίξουμε ξανά τη συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη μας το γεγονός ότι η προφητεία του Νίτσε έχει εκπληρωθεί και πως στον ευρωπαϊκό κόσμο, τουλάχιστον, «ο Θεός είναι νεκρός»· γι’ αυτό μέσα στο μηδενιστικό χειμώνα στον οποίο ζούμε πρέπει να διερωτηθούμε αν αποτελούν ακόμη μια επαναστατική στάση ο αντικληρικαλισμός και ο μαχητικός αθεϊσμός.
Σύγχρονες διεθνείς εμπειρίες
Στη Λατινική Αμερική οι Ζαπατίστας και το MST ή οι αυτόχθονες της Βολιβίας, του Περού και του Ισημερινού, ριζοσπαστικές οργανώσεις στην υποσαχάρια Αφρική, οι Ινδοί αγρότες του BKU και του KRRS που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης συνεργάζονται στενά με ριζοσπάστες κληρικούς ή εμπνέονται από τις οικείες τους θρησκευτικές παραδόσεις, στις οποίες δίνουν νέα απελευθερωτικά περιεχόμενα. Ο αντικληρικαλισμός δεν αποτελεί μέρος των κορυφαίων στιγμών της ιστορίας της ελληνικής αριστεράς· είναι ένα σχετικά πρόσφατο δάνειο από τη Δυτική Ευρώπη και αντιστοιχεί σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες (θρησκευτικοί πόλεμοι, κυνήγι των μαγισσών, ο ρόλος του κλήρου στη Γαλλική Επανάσταση και στον Ισπανικό εμφύλιο κ.τ.λ).
Σήμερα η κάμψη των κοινωνικών αντιστάσεων και το έλλειμμα στη δημιουργία δομών αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας δεν εξηγείται με την αλλοτριωτική επιρροή της θρησκείας, αλλά με την αποσάρθρωση των κοινωνικών δεσμών, η οποία κάνει τους ανθρώπους παθητικούς, πρόθυμους να πάρουν στο κυνήγι το πιο αδύνατο και να ταυτιστούν με τον εχθρό τους, με αυτό που πρέπει να φοβούνται. Και δεν πρέπει να αγνοούμε τις φαντασιακές-συμβολικές (δυνάμει θρησκευτικές) διαστάσεις του εγχειρήματός μας να υφανθεί εκ νέου ο κοινωνικός ιστός.
Συμπερασματικές επισημάνσεις
Στο άμεσο μέλλον οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους της Εκκλησίας μπορούν να είναι συγκρουσιακές, αλλά επίσης και σχέσεις συνεργασίας. Πολεμικές με όσους απ’ αυτούς συστρατεύονται με το ναζισμό, συναγωνιστικές με όσους μάχονται εναντίον του. Επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, ενδεικτικά ας επισημάνουμε ότι:
• Δεν μας αρκεί η Εκκλησία να πάψει να εμποδίζει την ανέγερση λατρευτικών χώρων για τους μουσουλμάνους. Πρέπει να μπει μπροστά και να αναλάβει ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών. Έτσι θα έδινε το έναυσμα για μια γόνιμη διαδικασία συναντήσεων και ανταλλαγών με τους μουσουλμάνους μετανάστες, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις, τα στοιχεία για ένα νέο λαό από ντόπιους και μετανάστες.
• Το ζητούμενό μας δεν είναι οι υποδομές της Εκκλησίας να περάσουν στο κράτος (και από εκεί στο ΤΑΙΠΕΔ και τους δανειστές), αλλά να τεθούν στη διάθεση δομών συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας με τη συναίνεση και τη συνεργασία των κατά τόπους ιερωμένων, στη βάση σχέσεων εμπιστοσύνης που θα οικοδομηθούν σε κάθε γειτονιά μέσα από την προσπάθεια για τη λαϊκή αυτοοργάνωση με σκοπό την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια.
Πολύ καλό άρθρο! Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή