Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Γκουστάβο Γκουτιέρρες:Η θεολογία της απελευθέρωσης






ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


μετάφραση: Κωσνταντίνος Παλαιολόγος

Alfredo Rostgaard, « Ο Χριστός αντάρτης», 1969
Alfredo Rostgaard, « Ο Χριστός αντάρτης», 1969
Συνδέουμε συνήθως την Καθολική Εκκλησία με έναν γενικότερο συντηρητισμό σε ζητήματα ηθικής και πολιτικής — και όχι άδικα, αν σκεφτούμε ιδίως την αντικομμουνιστική της στρατηγική τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 υπό τους πάπες Παύλο ΣΤ΄ και Ιωάννη Παύλο Β΄. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1960, στους κόλπους της, αναπτύχθηκε ένα θεολογικό και πολιτικό κίνημα, εντοπισμένο σε μεγάλο βαθμό στη Λατινική Αμερική, που προσπάθησε να τη στρέψει προς τα άμεσα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα: η «θεολογία της απελευθέρωσης». Το ρεύμα αυτό δεν αποτελεί απλή θεωρητική έκφραση ενός κοινωνικού κινήματος ούτε μια εύκολη πολιτικοποίηση της πίστης, αλλά συνολικό αναπροσανατολισμό του θεολογικού λόγου προς τα κρίσιμα προβλήματα. Η έννοια της απελευθέρωσης, ξεκινώντας από τη Βιβλική απελευθέρωση από τη δουλεία της Αιγύπτου, συναντά τα μεταπολεμικά αντιαποικιακά κινήματα και τη μαρξιστική κριτική στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, συνδέοντας την απελευθέρωση από τη δομή της αμαρτίας με την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση, και φέρνοντας στο επίκεντρο του θεολογικού στοχασμού το πρόβλημα της φτώχειας και της εκμετάλλευσης. Η θεολογία της απελευθέρωσης δεν είναι ένα αμιγώς πνευματικό κίνημα, αλλά γεννήθηκε μέσα στην επαναστατική διεργασία που βίωσε και βιώνει η Λατινική Αμερική: «Όλες οι πολιτικές θεολογίες, της ελπίδας, της επανάστασης, της απελευθέρωσης, δεν αξίζουν όσο μία αυθεντική χειρονομία αλληλεγγύης με τις κατατρεγμένες κοινωνικές τάξεις». Το κίνημα ανέδειξε σπουδαίους θεολόγους (Gustavo Gutierrez, Leonardo Boff, Jon Sobrino, Juan Luis Segundo), ενέπνευσε μεγάλες συζητήσεις και προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Congregatio pro Doctrina Fidei της Καθολικής Εκκλησίας, και του σημερινού πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, που το καταδίκασαν για τη χρήση «μαρξιστικών εννοιών».
Η Θεολογία της απελευθέρωσης του περουβιανού κληρικού Γκουστάβο Γκουτιέρρες (γεννήθηκε το 1929 στη Λίμα, σπούδασε ιατρική και λογοτεχνία στην πατρίδα του, φιλοσοφία και ψυχολογία στη Λουβαίν και θεολογία στη Λυών, ενώ το 1959 έγινε ιερέας σε μια φτωχογειτονιά της Λίμας, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη θεολογική του σκέψη) κυκλοφόρησε το 1971, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες και αποτέλεσε έργο αναφοράς του κινήματος. Από αύριο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία η ελληνική έκδοση (μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επιμέλεια Θοδωρής Δρίτσας), από τον Άρτο Ζωής, ο οποίος μας δίνει, έτσι, ένα ακόμα ωραίο δείγμα της εξωστρεφούς δραστηριότητάς του (θυμίζουμε, την προηγούμενη Δευτέρα, την εκδήλωσή του εναντίον του νεοναζισμού).
“ΕΝΘΕΜΑΤΑ”
ράφος της θεολογίας της απελευθέρωσης.Από το εξώφυλλο του βιβλίου.
Τοιχογραφία του Cerrero Barredo (του κατεξοχήν ζωγράφου της θεολογίας της απελευθέρωσης). στον καθεδρικό ναό της πόλης Sao Felix do Araguaia (Βραζιλία).
«Το μοναδικό μέλλον της θεολογίας», έχει γράψει ο Χ. Κοξ, «είναι να μετατραπεί σε θεολογία του μέλλοντος». Αλλά αυτή η θεολογία του μέλλοντος θα πρέπει αναγκαστικά να είναι μια κριτική ανάγνωση της ιστορικής πράξης, του ιστορικού γίγνεσθαι, υπό την έννοια που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε.
Ο Γ. Μόλτμαν λέει ότι οι θεολογικές έννοιες «δεν υστερούν σε σχέση με την πραγματικότητα […] αντίθετα φωτίζουν το δρόμο δείχνοντάς της προκαταβολικά το μέλλον της», αλλά στη δική μας προσέγγιση το να στοχαστείς με τρόπο κριτικό την απελευθερωτική πράξη δεν σημαίνει «αδιαφορία» για την πραγματικότητα. Το παρόν της απελευθερωτικής πράξης εγκυμονεί κατά βάθος το μέλλον· η ελπίδα αποτελεί μέρος της παρούσας ιστορικής στράτευσης. Η θεολογία δεν τοποθετεί εξαρχής αυτό το μέλλον στο παρόν, δεν δημιουργεί από το τίποτε τη ζωτική στάση της ελπίδας, ο ρόλος της είναι πιο ταπεινός: εξηγεί ή ερμηνεύει και τα δύο ως το πραγματικό στήριγμα της ιστορίας. Το να στοχάζεσαι γύρω από μια πράξη που προβάλλεται στο μέλλον σημαίνει ότι δεν έχεις το βλέμμα σου στραμμένο στο παρελθόν, ότι δεν είσαι το τελευταίο βαγόνι του παρόντος: σημαίνει ότι ξεδιαλύνεις μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα, στην κίνηση της ιστορίας, αυτό που μας ωθεί προς το μέλλον.Το να στοχάζεσαι με αφετηρία την ιστορική απελευθερωτική πράξη σημαίνει ότι στοχάζεσαι υπό το φως του μέλλοντος στο οποίο πιστεύουμε και ελπίζουμε, σημαίνει ότι στοχάζεσαι προσδοκώντας μια πράξη που θα μεταλλάξει το παρόν. Όλα αυτά όμως δεν γίνονται από ένα γραφείο, πρέπει να ριζώσει κανείς εκεί όπου χτυπάει τούτη τη στιγμή ο παλμός της ιστορίας και να τον φωτίσει με το Λόγο του Κυρίου της ιστορίας, ο οποίος έχει δεσμευτεί αμετάκλητα στο σήμερα της εξέλιξης της ανθρωπότητας, ώστε να το οδηγήσει στην πλήρη πραγμάτωσή του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η θεολογία της απελευθέρωσης μας προτείνει όχι τόσο ένα καινούριο θέμα για να στοχαστούμε όσο έναν καινούριο τρόπο να κάνουμε θεολογία. Η θεολογία ως κριτικός στοχασμός επί της ιστορικής πράξης είναι κατ’ αυτό τον τρόπο μια απελευθερωτική θεολογία, μια θεολογία του απελευθερωτικού μετασχηματισμού της ιστορίας της ανθρωπότητας και συνεπώς της μερίδας εκείνης των ανθρώπων –ενωμένης υπό την Εκκλησία– που πιστεύει ανοιχτά στον Χριστό. Μια θεολογία που δεν περιορίζεται στο να σκέφτεται τον κόσμο, αλλά που αναζητά τη θέση της ως μια στιγμή της διαδικασίας μέσω της οποίας μετασχηματίζεται ο κόσμος: με το να ανοίγεται στη δωρεά της Βασιλείας του Θεού, διαμαρτυρόμενη για την καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αγωνιζόμενη ενάντια στη λεηλασία της συντριπτικής πλειονότητας της ανθρωπότητας, καλλιεργώντας την απελευθερωτική αγάπη και πιστεύοντας στο κτίσιμο μιας καινούριας, δίκαιης και αδελφικής κοινωνίας. […]
"Ένας
Όλα όσα έχουμε πει ώς τώρα μας κάνουν να αντιληφθούμε γιατί η κοινωνική πράξη έχει πάψει πλέον για τους χριστιανούς να είναι –ή είναι όλο και λιγότερο– ένα καθήκον που τους επιβάλλει η ηθική τους συνείδηση ή μια αντίδραση απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Τα χαρακτηριστικά της συνολικότητας, της ριζοσπαστικοποίησης και της σύγκρουσης που πιστεύουμε ότι διακρίναμε στην πολιτική, ξεπερνούν τα στενά όρια μιας συντεχνιακής αντίληψης και μας κάνουν να δούμε τις βαθύτερες ανθρώπινες διαστάσεις της. Η κοινωνική πράξη καθίσταται σταδιακά ο τόπος όπου ο χριστιανός διακυβεύει –μαζί με άλλους– την ανθρώπινη μοίρα του και την πίστη του στον Κύριο της ιστορίας. Η συμμετοχή στη διαδικασία της απελευθέρωσης είναι το απαράκαμπτο και προνομιακό υπόβαθρο της σύγχρονης χριστιανικής ζωής και σκέψης. Σε αυτήν ακούγονται αποχρώσεις του Λόγου του Θεού που δεν μπορούν να γίνουν αισθητές σε άλλες υπαρξιακές καταστάσεις. Δίχως αυτές δεν υπάρχει στις μέρες μας μια αυθεντική και γόνιμη στράτευση υπέρ του Κυρίου.
Γι’ αυτό το λόγο, αν εμβαθύνουμε λίγο στον τρόπο με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα της αξίας της σωτηρίας, ανακαλύπτουμε στο πλαίσιο του ιστορικού έργου που κατανοείται ως απελευθερωτική πράξη, ότι πρόκειται για μια ερώτηση για το ίδιο το νόημα του χριστιανισμού. Το να είσαι χριστιανός σημαίνει πράγματι ότι αποδέχεσαι και ζεις εντός της πίστης, της ελπίδας, της αγάπης και του νοήματος που ο Λόγος του Κυρίου και η συνάντηση μαζί του προσδίδουν στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς την πλήρη κοινωνία. Το να θέσεις τη μοναδική και απόλυτη σχέση με τον Θεό ως ορίζοντα όλων των ανθρώπινων πράξεων σημαίνει ότι τοποθετείσαι, κατ’ αρχήν, σε ένα πλαίσιο πιο ευρύ και πιο πλήρες νοήματος, αλλά και πιο απαιτητικό. Βλέπουμε ξεκάθαρα στις μέρες μας πως βρισκόμαστε ενώπιον του κεντρικού θεολογικού και ποιμαντικού ερωτήματος: Τι σημαίνει να είσαι χριστιανός; Ποιο είναι το μέλλον της Εκκλησίας στις πρωτόγνωρες συνθήκες που έρχονται; Η στάση αυτή απαιτεί, σε τελική ανάλυση, να αναζητήσουμε στο μήνυμα του Ευαγγελίου την απάντηση σε αυτό που, σύμφωνα με τον Καμύ, αποτελεί το κεντρικό ζήτημα κάθε ανθρώπου: «να κρίνει αν η ζωή αξίζει ή όχι τον κόπο να τη ζήσει κανείς».
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

http://enthemata.wordpress.com/2012/12/09/gutierres/