Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Ανδρέα Αργυρόπουλου:για μια Χριστιανική Πολιτική Παρέμβαση






ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Θεολογικές Προϋποθέσεις



Πολλές είναι οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις, άλλοτε καλοπροαίρετες και άλλοτε κακόβουλες, που ακούγονται σε κάθε περίπτωση παρουσίας χριστιανικής πολιτικής προσπάθειας. Οι κυριώτερες από αυτές είναι οι εξής:
  1. Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αναμειγνύονται με την πολιτική διότι η πολιτική είναι ανήθικη.
  2. Εάν δημιουργηθεί χριστιανική πολιτική κίνηση ο Χριστιανισμός γίνεται ιδεολογία.
  3. Σε περίπτωση πολιτικών λαθών, τα λάθη χρεώνονται στο Χριστιανισμό προκαλώντας το σκανδαλισμό του κόσμου.
Οφείλουμε λοιπόν κάποιες εξηγήσεις σε όλα αυτά και θα προσπαθήσουμε να τις δώσουμε, όσο το δυνατόν, καλύτερα.
Όποιος γνωρίζει λίγο την «θρησκευτική κατάσταση» στην Ελλάδα ξέρει ότι οι διαφωνούντες με μια χριστιανική ριζοσπαστική παρέμβαση λόγω της πρώτης ένστασης, ανήκουν σε δυο κατηγορίες ανθρώπων:
Η πρώτη κατηγορία, άνθρωποι ακροδεξιών πολιτικά θέσεων, οι αντιρρήσεις των οποίων μάλλον εκ του πονηρού είναι. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορική παρουσία αυτών των προσώπων ή ομάδων που στήριξαν ό,τι πιο αντιδραστικό (π.χ. Χούντα), εξευτελίζοντας κάθε χριστιανική αξία, «κάνοντας πολιτική» με το χειρότερο τρόπο. Είναι οι άνθρωποι αυτοί που δε θα είχαν πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν το όνομα του Χριστιανισμού ή τα όποια θρησκευτικά στοιχεία για λόγους επικοινωνιακής και ιδεολογικής πολιτικής1.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται κυρίως από «α-πολίτικους» χριστιανούς, που όμως δε διστάζουν σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε «πολιτικό μέσο» για τη διευκόλυνσή τους, «επιχειρηματολογώντας» με τη γνωστή ρήση: «έτσι είναι τα πράγματα». Οι ρίζες του προβλήματος των «α-πολίτικων» χριστιανών βρίσκονται στη θεολογία με την οποία ανατράφηκαν και με την οποία δυστυχώς πολλές γενιές στην Ελλάδα μεγάλωσαν. 












 «Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ»

Ξεκινώντας λοιπόν, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι ξεκάθαρο ότι «πολιτικόν γαρ και συναγελαστικόν ζώον ο άνθρωπος», (Μ. Βασίλειος). Ο πιστός δεν ζει εκτός κοινωνίας, αλλά μετέχει στα «της πόλεως». Διαλέγεται, προτείνει, κρίνει, αποφασίζει. Σκοπός του πιστού είναι η μεταμόρφωση και ο καθαγιασμός του κόσμου, ως εκ τούτου σε καμμιά περίπτωση δεν αδιαφορεί για την πορεία της ανθρωπότητας. Ο χριστιανός δεν δικαιούται να βρίσκεται εκτός ιστορίας. «Ο Χριστός παγκόσμια συμπόνια δρασκελίζει τη γη»2. Η Καινή Διαθήκη ακολουθώντας την «γραμμή» της Παλαιάς αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικής εξουσίας στην οποία ο χριστιανός οφείλει να υπακούσει μόνο όμως, όταν η εξουσία υπηρετεί το θέλημα του Θεού, διαφορετικά έρχεται σε ρήξη μαζί της. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ακολουθώντας το δρόμο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, συγκρούστηκαν κατ’ επανάληψη με το πολιτικό κατεστημένο της εποχής τους, κατήγγειλαν τους πλουτοκράτες, την εκμετάλλευση των συνανθρώπων τους, την μεροληπτική νομοθεσία, την ανηθικότητα των δικαστών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «ο Ιωάννης ο Χρυσόστομο βάδισε καρτερικά το δρόμο της εξορίας και πέθανε πολιτικός εξόριστος, γιατί αρνήθηκε να μεταβάλει το νέο ήθος σε στείρα θρησκευτικότητα που θα αδιαφορούσε για τη δικαιοσύνη και την αρετή… Οι Τρεις Ιεράρχες έκλεισαν τα αυτιά στις σειρήνες του συμβιβασμού και της υποτέλειας»3. Σε όλους τους αιώνες της ιστορικής παρουσίας του Χριστιανισμού συναντάμε πολλές προσωπικότητες με κοινωνική παρουσία αλλά και πολιτική δράση. Στον αιώνα μας εκατοντάδες θεολογικά έργα αναφέρονται στη σχέση θεολογίας και πολιτικής, ενώ χιλιάδες είναι οι χριστιανοί μάρτυρες, θύματα κάθε είδους ολοκληρωτισμού και δικτατοριών. Δυστυχώς στις μέρες μας πολλά από αυτά έχουν ηθελημένα ξεχαστεί. Η σωτηρία για πολλούς Ορθοδόξους νοείται ατομικά. Η Εκκλησία θεωρείται χώρος ατομικής ανάπαυσης και όχι δυναμική στάση ζωής, τόπος βολέματος και όχι διακονίας. Η πνευματικότητα για πολλούς έχει ταυτισθεί με την «απάθεια» των ανατολικών θρησκειών. Η χριστιανική εσχατολογία έχει υποκατασταθεί με την προσδοκία μιας μεταθανάτιας ατομικής αμοιβής για τη μέχρι τότε πορεία «ηθικών προδιαγραφών». Ο αείμνηστος καθηγητής Ν. Νησιώτης μας θυμίζει όμως ότι «η χριστιανική ηθική δεν μόνον υπόθεσις των επιμέρους ατόμων προς σωτηρίας των ψυχών των δια έναν άλλον κόσμον, αλλά και συνεχής έλεγχος και προσπάθεια αλλαγής των διαρθρώσεων και υπερδιαρθρώσεων μιας εκμεταλλευτικής του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας»4.
Για κάποιον που έχει απλές γνώσεις ορθόδοξης θεολογίας είναι ξεκάθαρο ότι η σωτηρία μας εξαρτάται από τη σωτηρία του διπλανού μας. Πολύ ωραία τοποθετεί το θέμα ο Κάλλιστος Ware: «στην έσχατη Κρίση δεν θα ρωτηθώ πόσα συνέδρια παρακολούθησα, πόσους λόγους έβγαλα, πόσες μετάνοιες έκανα κατά την διάρκεια των προσευχών μου, πόσο αυστηρά νήστεψα. Μα θα ρωτηθώ: Αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, ρούχα στους γυμνούς, αν φρόντισα τους αρρώστους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους. Αυτά είναι όλα που θα ρωτηθώ. Ο δρόμος για το Θεό βρίσκεται μέσα από την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους και δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος»5. Σε μια εποχή που τα θύματα της ανεργίας, της πείνας, των ναρκωτικών, του ρατσισμού είναι χιλιάδες, ο χριστιανός δεν έχει απλά δικαίωμα αλλά καθήκον να παλαίψει για την σωτηρία του Άλλου. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εξαθλίωση των συνανθρώπων του. Και για τα θύματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής όπως τα παραπάνω, μόνο πολιτικά μπορεί να παρέμβει. «Η Εκκλησία είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσει και την ιστορική της αποστολή στον κόσμο, αφού και οι πιστοί της ζουν μέσα στον κόσμο και υπόκεινται στις συνέπειες των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών... Πέρασε πλέον η εποχή που η Εκκλησία έβλεπε την πολιτική σαν μια βρώμικη υπόθεση και καλούσε τους πιστούς της να απέχουν από τις ιστορικές εξελίξεις»6.
Θα πουν κάποιοι: «Μήπως παραθεωρείται ο προσωπικός πνευματικός αγώνας του Χριστιανού;». Όχι, η κοινωνική και πολιτική δράση δεν αναιρεί την προσωπική προσπάθεια του πιστού, είναι η φυσική της συνέχεια. «Το κοινωνικό είναι μια διάσταση του πνευματικού»7 λέει ο Ολιβιέ Κλεμάν και συνεχίζει: «Η τραγωδία του Χριστιανισμού είναι ότι έχασε τη μυστηριακή διάσταση του κοινωνικού. Στους δύο πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, η κοινωνική διάσταση ήταν σαν ένα «μυστήριο του αδελφού». Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν πολύ με το κοινωνικό πρόβλημα, χωρίς να απολυτοποιούν το κοινωνικό, αλλά βλέποντάς το σαν μια πτυχή της αγάπης που πρέπει να έχει ο ένας για τον άλλο»8. Εδώ πρέπει να ομολογήσουμε πως σε μια κοινωνικοπολιτική χριστιανική προσπάθεια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να απολυτοποιηθεί το κοινωνικό. Έχουμε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα από την εμπειρία του Δυτικού κυρίως Χριστιανισμού. Έχουμε όμως και πολλές περιπτώσεις όπου κρατήθηκαν πολύ επιτυχημένα οι ισορροπίες μεταξύ πνευματικού και κοινωνικού. Ο καθηγητής Γ. Πατρώνος αναφέρει: «έχει δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση, πως μια βαθιά πνευματική ζωή αντίκειται σε μια συνεπή κοινωνική δραστηριότητα... Η διάζευξη μεταξύ «σωματικού» και «πνευματικού», «ιστορικού» και «εσχατολογικού», «ατομικού» και «κοινωνικού» είναι εντελώς ξένη προς τη μεσσιανική αποστολή του Ιησού Χριστού»9. Ο Χριστιανός αρνούμενος την πολιτική στράτευση που εμπνέεται από τις ευαγγελικές αρχές έρχεται σε αντίθεση με τα όσα πράττει σε προσωπικό επίπεδο. Κάποιος π.χ., που λέει πως βιώνει την άσκηση και την ταπείνωση, πώς μπορεί να αποδέχεται ένα πολιτικό σύστημα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αδικίας; Ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ελευθερία του Χριστού, πώς μπορεί να ανέχεται ή το χειρότερο να συνεργάζεται με ένα αυταρχικό ή δικτατορικό καθεστώς; Δυστυχώς κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας στην πατρίδα μας (1967-1974) ζήσαμε αυτή την τραγωδία. «Πνευματικοί» άνθρωποι υπήρξαν στυλοβάτες των δικτατόρων10.
Η χριστιανική πολιτική δράση είναι μια πρόκληση και οι προκλήσεις πάντα μας αρέσανε. Στο κάτω – κάτω, θα κάνουμε «αντί-ιστορία». «Δεν θα αφήσουμε την ιστορία στους Ηρώδες και τους Πιλάτους»11.










Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ «Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»

Πολλοί προβάλλουν αντιρρήσεις στην παρουσία μιας χριστιανικής πολιτικής οργάνωσης με το εξής σκεπτικό. Τα όποια πολιτικά λάθη της οργάνωσης αυτής χρεώνονται στο Χριστιανισμό προκαλώντας τον σκανδαλισμό πιστών και απίστων. Με τη λογική αυτή όμως, καμμιά οργανωμένη χριστιανική προσπάθεια δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το χριστιανικό τίτλο. Μια φιλανθρωπική κίνηση, μια εκδοτική απόπειρα μια ιεραποστολική αδελφότητα, μια ένωση νέων ανθρώπων ... όλοι αυτοί αν ακολουθήσουν την παραπάνω λογική οφείλουν να αποφύγουν τη χρησιμοποίηση του χριστιανικού ονόματος γιατί σε περίπτωση που θα κάνουν κάποιο λάθος, θα προκαλέσουν σκανδαλισμό. Το περίεργο στην υπόθεση είναι πως οι ενιστάμενοι για τη χρησιμοποίηση στο χώρο της πολιτικής του χριστιανικού ονόματος, δεν έχουν κανένα πρόβλημα όταν χρησιμοποιείται από άλλες προσπάθειες (Μαθητικές Ομάδες, Φοιτητικές Κινήσεις, Αδελφότητες Θεολόγων κ.λπ.).
Εμείς με την σειρά μας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως ο χριστιανικός προσδιορισμός σε μια πολιτική κίνηση για εμάς είναι «σταυρός» που μας θυμίζει τις ευθύνες μας έναντι της ιστορίας του κόσμου και μας θυμίζει πως η πολιτική για τους χριστιανούς είναι χώρος διακονίας και όχι εξουσιαστικής επιβολής και καταδυνάστευσης των άλλων. Ο Χριστός λέγει: «ξέρετε, πως οι ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους και οι άρχοντες τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει δούλος σας. Όπως κι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή Του λύτρο για όλους» (Ματθ. 20, 25-28). «Ο Χριστιανισμός», έλεγε ο Nicolas Berdiaeff,, «είναι η θρησκεία του σταυρού... Στον πόνο αναγνωρίζει ένα βαθύτερο νόημα. Ο Χριστός μας προτρέπει να σηκώσουμε το σταυρό μας, να κρατήσουμε το βάρος του αμαρτωλού κόσμου. Για την χριστιανική συνείδηση, η πραγματοποίηση στη γη της Βασιλείας του Θεού, της επίγειας ευτυχίας και δικαιοσύνης χωρίς όμως σταυρό και πόνο είναι ένα φοβερό ψέμα»12.
Παρεμβαίνοντας ο χριστιανός πολιτικά γνωρίζει πως και λάθη θα κάνει και σε αντιφάσεις ίσως θα πέσει. Γνωρίζει όμως ότι δεν έχει την πολυτέλεια της «ουδετερότητας», όπως και γνωρίζει πολύ καλά πως «αλάνθαστοι» είναι μόνο αυτοί που δεν παίρνουν καμιά πρωτοβουλία, αρκούμενοι στη «διαρκή κριτική» που βέβαια δεν οδηγεί πουθενά. «Η χριστιανική σωτηρία περιλαμβάνει την πολιτική και ταυτόχρονα την ξεπερνά», λέει ο Ολιβιέ Κλεμάν και συνεχίζει: «δεν εννοούμε την «πολιτική των πολιτικών» παρόλο που καμιά φορά πρέπει να ξέρουμε να λερώνουμε τα χέρια μας. Ο Σάρλ Πεγκύ έλεγε για μερικούς χριστιανούς ότι έχουν χέρια καθαρά, μόνο που δεν έχουν χέρια»13.
Για μας, η ύπαρξη χριστιανικού τίτλου είναι θέμα ουσίας. Κάνει φανερές τις αφετηρίες μας αλλά και τους στόχους μας. Μας υπενθυμίζει την ταυτότητά μας. Ο δολοφονημένος αγωνιστής Αρχιεπίσκοπος του Σαλβαντόρ Όσκαρ Ρομέρο, απευθυνόμενος στους χριστιανούς της χώρας του που για να αγωνιστούν για την κοινωνική και εθνική απελευθέρωσή τους εντάσσονταν σε απελευθερωτικά κινήματα αθεϊστικών αρχών, έλεγε: «ας μην αφαιρούμε τη δύναμη του Χριστιανισμού από τους Χριστιανούς... Γιατί πιστεύετε ότι ο Χριστιανός αξίζει λιγότερο από την πολιτική; Γιατί δεν έχετε το θάρρος να δώσετε χριστιανικό περιεχόμενο στην οργάνωση στην οποία ανήκετε; Γιατί πρέπει να γίνετε σκλάβοι άλλων;»14. Την τελευταία τριακονταετία η εμπειρία χριστιανών που εντάχθηκαν σε σχήματα και ιδεολογίες ξένες προς την χριστιανική τους ταυτότητα έδειξε πως σ’ αυτούς τους σχηματισμούς αφομοιώθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, έγιναν ουραγοί, ξέχασαν τις αρχές τους, χρεώθηκαν τα ιστορικά λάθη των σχημάτων αυτών. Αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει άρνηση συνεργασίας και συμπόρευσης των χριστιανών με άλλες πολιτικές δυνάμεις για ζητήματα που αφορούν όλους (π.χ., οικολογική καταστροφή, ανεργία κ.λπ.).









ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

Δεν είναι λίγοι αυτοί που ενίστανται στην απόπειρα μιας χριστιανικής πολιτικής παρουσίας, θεωρώντας ότι ο Χριστιανισμός θα μετατραπεί σε ιδεολογία. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως προαναφέραμε, προοδευτικοί χριστιανοί του δυτικού κόσμου (στις δεκαετίες ’60 –’70) προσπαθώντας να αποτινάξουν το βάρος από το ιστορικό λάθος της ένταξης και στήριξης των χριστιανών σε συντηρητικές ιδεολογίες, επέλεξαν την ένταξή τους σε ιδεολογίες της αριστεράς (π.χ. «Χριστιανοί για τον σοσιαλισμό»). Η επιλογή αυτή υπήρξε κατά γενική ομολογία αποτυχημένη. Εκτός των λόγων που προαναφέρθηκαν (αφομοίωση, χρέωση λαθών, περιθωριοποίηση κ.λπ.) το μεγάλο λάθος αυτών που ακολούθησαν το δρόμο αυτό, ήταν η αυτονόμηση του «κοινωνικού» από το «πνευματικό» και ο περιορισμός του Χριστιανισμού στα πλαίσια μιας νέας ιδεολογίας.
Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η άποψη του π. Γ. Μεταλληνού ότι «η τραγικότερη απ’ όλες μορφή ιδεολογικοποίησης του Χριστιανισμού είναι η ταύτισή του με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και ορισμένο κοινωνικό σύστημα. Δηλαδή, η πλήρης προσχώρηση των χριστιανών στα στρατόπεδα των σύγχρονων ιδεολογιών δεξιών ή αριστερών»15. Θα συμπληρώναμε πως το ίδιο τραγική είναι και η αντίληψη κάποιων χριστιανών περί «χριστιανικής ιδεολογίας».
Για εμάς ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ακόμη ιδεολογία ή ένα κοινωνικό σύστημα. Εμείς πιστεύουμε στην πολιτική διακονία των χριστιανών διότι, όπως γράφει ο Βλαντιμήρ Σολοβιώφ, «αποστολή όλων [των χριστιανών] είναι να συνεργαστούν, ώστε να πάψει η κοινωνία να είναι ένα χάος, μια πρόγευση της κόλασης, και να γίνει ένα προμήνυμα της ουράνιας αρμονίας, μια απαρχή του κόσμου που επεθύμησε ο Θεός και πρέπει να φιλοτεχνήσει με τη χάρη του Χριστού ο άνθρωπος. Έχοντας τέτοιο κοινό έργο, τέτοια αποστολή, κανένας δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνείδηση για τα δικαιώματα αλλά και τα καθήκοντα που έχει ως πολίτης της μελλοντικής βασιλείας του Θεού και ως μέλος ενός γήινου κράτους. Η ισότητα που κηρύττει η επανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια κοινωνικής εφαρμογής της ζωής που καλούνται να ζήσουν όλοι οι μυρωμένοι χριστιανοί μέσα στην Εκκλησία»16.
Οι πολιτικοποιημένοι χριστιανοί ξέρουν καλά πως η Εκκλησία έχει σαν στόχο την πρόληψη και μεταμόρφωση όλων των πτυχών της ζωής μας, συνεπώς και της πολιτικής. Ένα χριστιανικό πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνεται για τη διορατικότητα, την δυνατότητα να εμπνέει, να κρίνει καταστάσεις και γεγονότα χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις, σεβόμενο την έννοια του προσώπου, όσο τίποτα άλλο. Πρέπει να εκτιμά κάθε φορά τις συγκυρίες, να αναλύει την πραγματικότητα και να δρα αναλόγως την περίπτωση. «Η πίστη» έγραφε ο καθηγητής Ν. Νησιώτης, δεν είναι ιδεολογικός, καταπιεστικός οδοστρωτήρας χωρίς την προϋπόθεση της αναλύσεως της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας και της άμεσης ανθρωπιστικής ανάγκης επί τόπου και σε μια συγκεκριμένη στιγμή»17. Ένα πολιτικό κίνημα πρέπει να βλέπει την πολιτική παρέμβαση «ως ιεραποστολική διαδικασία. Όχι υπό την έννοια της αλαζονικής αυτοπεποίθησης μιας πρωτοπορείας που απεργάζεται τη σωτηρία του πλήθους αλλά ως άνοιγμα της εκκλησιαστικής συνείδησης, ως παρουσίας και συμμετοχής στις οδύνες του κόσμου, ως εκφορά προς τα έξω (ή μάλλον προς παντού) ενός κριτικού λόγου, ο οποίος γεννάται ακριβώς από την εκκλησιαστική μας ταυτότητα»18.
Δυστυχώς πολλοί από αυτούς που αντιδρούν στη χριστιανική πολιτική παρουσία θεωρώντας την «ιδεολογία», ουσιαστικά υποκρίνονται. Η ιστορία δείχνει πως «η υπερβολική αντιϊδεολογική διάθεση είναι μια πρόφαση» και κατά βάθος, αυτοί όλοι «είναι ιδεολογικά τοποθετημένοι ή μυστικά νοσταλγούν κάποια ιδεολογία» (Ν. Νησιώτης).
Όπως η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία, δεν μπορεί και να ακολουθεί απολίτικη στάση. Όλοι αυτοί που κόπτονται κατά της ενασχολήσεως των χριστιανών με την πολιτική και υπεραμύνονται της «πολιτικής ουδετερότητας», ουσιαστικά με τη στάση τους στηρίζουν τις κυρίαρχες σε κάθε περίπτωση ιδεολογίες. Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) ότι η Ορθοδοξία αγκαλιάζει τον άνθρωπο με όλα του τα προβλήματα, πμευματικά και βιωτικά και ότι θέλει να τον σώσει εντάσσοντάς τον σε μια καινούργοα «εν Χριστώ κοινωνία». Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) –γιατί έτσι τους βολεύει- ότι «ο χριστιανός είναι ο μεγαλύτερος επαναστάτης που υπάρχει, γιατί δεν υποτάσσεται σε καμιά γήινη ιδεολογία, κατέχει τη μεγάλη ελευθερία του Ιησού Χριστού, του Ελευθερωτή»19

1 Ι. Σ. Πέτρου, Χριστιανισμός και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων του Χριστιανισμού με την κοινωνία και τον πολιτισμό, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 338.
2 Κ. Μοσκώφ, Η Σάρκα Σου Όλη, Εξάντας, Αθήνα 1998, σ. 78.
3 Β. Π. Στογιάννου, Αποκάλυψη και Πολιτική, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 10.
4 Νικολάου Νησιώτη ,«Η απολογία της ελπίδος», περ. Θεολογία, Αθήνα 1975, σ. 23, (Ανάτυπον).
5 Κάλλιστου Ware ,Ενότητα και Μαρτυρία, εκδ. Κοινότητα Φοιτητών, Αθήνα 1985, σ. 8.
6 Γεωργίου Π. Πατρώνου, Εκκλησία και Κόσμος, εκδ. Ι. Μ. Θηβών και Λεβαδίας, Αθήνα 1983, σ. 45.
7 Ολιβιέ Κλεμάν, Ορθοδοξία και Πολιτική, εκδ. Μήνυμα, 1985, σ. 29.
8 Ό. π., σ. 41.
9 Εκκλησία και Κόσμος, σσ. 47-48.
10 Α. Χ. Αργυρόπουλου, Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της Δικτατορίας (1967-1974), Ψηφίδα, Αθήνα 2004.
11 Ο. Κλεμάν, Ορθοδοξία και Πολιτική, σ. 21.
12 Nicolas Berdiaeff ,Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 228-229.
13 Ορθοδοξία και Πολιτική , σσ. 16-17.

14  Όσκαρ Ρομέρο ,Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα, Μήνυμα, 1985, σσ. 42-43.

15 π. Γεωργίου Μεταλληνού ,Εκκλησία και σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα. Δοκίμια ορθοδόξου ήθους, εκδ. Σύνδεσμος, Αθήνα 1979, σ. 40.
16 Βλαντιμήρ Σολοβιώφ ,«Η Ορθόδοξη Χριστολογία για τα κοινωνικά προβλήματα», Σύνορο τχ. 40 (Χειμώνας 1966-1967)275.

17 Νικολάου Νησιώτη ,«Η θρησκευτική παιδεία εν όψει των νεωτέρων κοινωνικώς εξελίξεων», Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Θεολογικού Συνεδρίου, (3-5 Σεπτεμβρίου 1982), Αθήνα 1984, σ. 355.
18 Θανάση Παπαθανασίου, Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 137.
19 Ό. Ρομέρο, Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα, σ. 43.






4 σχόλια: