"Αν δεν υπάρχει ψωμί για όποιον πεθαίνει από την πείνα, αν δεν υπάρχει ελευθερία για τον πολιτικό κρατούμενο, αυτά είναι σημάδια ότι η χριστιανική μας δράση ψεύδεται προς το πνεύμα."Ολιβιέ Κλεμάν
Τρίτη 31 Ιουλίου 2012
Κυριακή 22 Ιουλίου 2012
Οι αριστεροί χριστιανοί έχουν προφανώς ανάγκη από γραφεία γνωριμιών
της Ντένιας Αθανασοπούλου-Κυπρίου

«Οι αριστεροί χριστιανοί έχουν προφανώς μεγάλη ανάγκη από γραφεία γνωριμιών», γράφει αυτοσαρκαστικά στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχηο Τέρρυ Ήγκλετον, προκειμένου να εκφράσει τη δυσκολία μιας μέσης λύσης μεταξύ μιας φανατικά αντι-θρησκευτικής κοσμικής Αριστεράς και μιας φονταμενταλιστικής θρησκευτικής Δεξιάς. Το εγχείρημα του Βρετανού κριτικού φαίνεται δύσκολο. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει την κριτική του τόσο προς τους θεϊστές όσο και προς τους αθεϊστές φονταμενταλιστές, μπορεί στο τέλος να χάσει φίλους και συναδέλφους.
Για ποιον λόγο άραγε διακινδυνεύει τις φιλίες του, προκειμένου να στοχαστεί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια μετά την έκδοση των πολεμικά αθεϊστικών και ιδιαίτερα ευπώλητων βιβλίων του Ντίτσκινς (όνομα με το οποίο ο Ήγκλετον αναφέρεται σε όλους εκείνους που, κατά τη γνώμη του, έγραψαν αθεϊστικά φονταμενταλιστικά βιβλία, όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς και ο Ρίτσαρντ Ντώκινς); Ο Ήγκλετον δεν αναλαμβάνει μια απολογία της θρησκευτικής πίστης ή μια υπεράσπιση της ιδέας της ύπαρξης ενός Θεού. Αναθρεμμένος ως κοινός Ρωμαιοκαθολικός και προερχόμενος από την εργατική τάξη της Αγγλίας, εγκατέλειψε την πίστη του όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, αναζητώντας, όπως νόμιζε, κάτι πιο συναφές με την πραγματικότητα και λιγότερο ανόητο από ό,τι είχε διδαχθεί περί Θεού στο σχολείο. Ωστόσο, εξομολογείται ότι η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού (1962-1965), με την κοινωνική διδασκαλία της μαζί με μια νέα εκδοχή του Ευαγγελίου που αναδείκνυε το ανθρώπινο και πολιτικό βάρος του χριστιανισμού, τον έκαναν να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Διέκρινε ότι απέρριπτε τον χριστιανισμό, έχοντας στο μυαλό μια ειδωλολατρική αντίληψη του Θεού. Και η κριτική που ασκούν στη θρησκεία οι διάφοροι Ντίτσκινς γίνεται με βάση μια ειδωλολατρική περί Θεού αντίληψη, θεολογικά ξεπερασμένη αλλά και βιβλικά αστήρικτη. Ο συγγραφέας εισέρχεται λοιπόν σε μια συζήτηση για να δείξει πως ο χριστιανισμός, και ακόμα περισσότερο η θεολογική σκέψη, δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν οι Ντίτσκινς.
Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ ότι ο Ήγκλετον αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του Ευαγγελίου και της πίστης, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές διαστάσεις της αθεΐας των σύγχρονων αθεϊστών φονταμενταλιστών. Κατανοώντας τη θεολογία με όρους απελευθέρωσης, ερμηνεύει με τρόπο ανατρεπτικό και απελευθερωτικό τις βιβλικές αφηγήσεις, τονίζοντας ότι ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος των περιττωμάτων της Γης. Με το μαρξιστικό του ένστικτο, ο Ήγκλετον διακρίνει τον λόγο περί δικαιοσύνης και αδελφοσύνης των Ευαγγελίων και αναγνωρίζει τη σημασία του σε έναν χρεωκοπημένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά πλέον, κόσμο. Η ηθική την οποία κηρύσσει ο Ιησούς αποτελεί πρόκληση για την αστική ηθική του Ντίτσκινς: «Συγχώρεσε τους εχθρούς σου, χάρισε το μανδύα αλλά και το χιτώνα σου, γύρισε και το άλλο μάγουλο, αγάπα αυτούς που σε προσβάλλουν, κάνε το καλύτερο που μπορείς, μη σκέφτεσαι καθόλου το αύριο».
Τι νόημα έχουν όλα αυτά σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον; Τι νόημα έχουν στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών πολιτικών οι προτροπές για πραότητα και ειρήνη που βρίσκουμε στους Μακαρισμούς; Μήπως θα έπρεπε ο Ντίτσκινς να εισηγηθεί την απαγόρευση αυτής της ύπουλης προπαγάνδας υπέρ της ειρήνης και των φτωχών; Ο Ιησούς δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο: άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, φίλος των αποβλήτων, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου, μάστιγα για όσους επένδυαν στον πλούτο: «Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ».
Σε όλο το βιβλίο διακρίνουμε την καχυποψία του συγγραφέα απέναντι στις πολιτικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από τη λυσσαλέα προσπάθεια των σύγχρονων αθεϊστών να εξοβελίσουν από τη δημόσια σφαίρα τη θρησκεία. Ο Ήγκλετον αναγνωρίζει βέβαια τα κακά που προέρχονται από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, αναρωτιέται όμως γιατί οι αθεϊστές τύπου Ντίτσκινς δεν ασκούν ανάλογη κριτική στις καταστροφικές συνέπειες της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Αναρωτιέται, επίσης, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη βρομερή ιστορία της αποικιοκρατίας, τη δυστυχία που προκαλεί ο ρατσισμός και ο σεξισμός, η παραγωγή και αναπαραγωγή της φτώχειας και της πείνας. Ο Ντίτσκινς υποστηρίζει το πολιτικό κατεστημένο, αφού η εκστρατεία του δεν συνοδεύεται από μιαν εξίσου απερίφραστη κριτική του παγκόσμιου καπιταλισμού, συστήματος που γεννά μεγάλο μέρος του άγχους και του αισθήματος ταπείνωσης, από τα οποία τρέφεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Βασικά, αυτό που ενοχλεί τους αθεϊστές υποστηρικτές του κατεστημένου στην «πίστη» είναι η δέσμευσή της στην ιδέα ότι η Ιστορία έχει τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί από τους ανθρώπους. Ορισμένοι φαίνεται ότι πολεμούν την πίστη, τη διακρίνουν απόλυτα από τη λογική και την ταυτίζουν με τις ανορθολογικές πεποιθήσεις. Ακόμα και έτσι, όμως, δεν θα έπρεπε να ελέγχουν και το περιεχόμενο των πεποιθήσεων, να δουν κατά πόσο είναι επιβλαβές; Πόσο επιβλαβής είναι η πίστη στο ευαγγέλιο της αγάπης;
Ο Ήγκλετον προτείνει να μη λαμβάνουμε την πίστη ως μέγεθος εκ διαμέτρου αντίθετο με τη λογική, αλλά να προσβλέπουμε σε μια έλλογη πίστη και μια λογική θεμελιωμένη σε κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της. Για τον Ήγκλετον, με μια έλλογη πίστη, με μια αγαπητική δέσμευση σε ένα ευαγγέλιο δικαιοσύνης, ειρήνης και αδελφοσύνης, η ανθρωπότητα θα θεωρούσε τον εαυτό της διαχειριστή, και όχι κυρίαρχο, της φύσης: «Ο πόλεμος θα υποκλινόταν μπροστά στη ειρήνη. Η συγχώρεση θα σήμαινε, μεταξύ άλλων πραγμάτων, το χάρισμα των αβάσταχτων χρεών που καθηλώνουν τα φτωχά έθνη».
Στο βιβλίο διακρίνουμε τις απελευθερωτικές δυνατότητες της θεολογικής σκέψης, του θεολογικού λόγου και των βιβλικών αφηγήσεων. Για την αριστερή συνείδηση του ΄Ηγκλετον, η μελέτη της Βίβλου δεν είναι χαμένος χρόνος. Η θεολογία επαναφέρει πολιτικές αξίες στο προσκήνιο, θέτοντας ζητήματα για το πεπρωμένο της ίδιας της ανθρωπότητας, σε σχέση όχι με τον εαυτό της (και άρα με το είδωλό της), αλλά με αυτό που η θεολογία θεωρεί την υπερβατική (την όντως διαφορετική) πηγή της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η εμμονή ορισμένων στην παραμονή του θεολογικού λόγου στην ιδιωτική σφαίρα καλλιεργεί την υποταγή στους νόμους της αγοράς, ενισχύει το καπιταλιστικό σύστημα, περιθωριοποιεί τις πολιτικές αξίες, μειώνει εν τέλει την ανθρώπινη ευθύνη, μας αποδεσμεύει από την προσπάθεια να επιφέρουμε κάποια μεταβολή στην τρομακτική θέση στην οποία βρίσκεται η ανθρωπότητα.
Η ουσιαστική διαφορά του θεολογικού λόγου είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Η θεολογία δέχεται τον κόσμο και τη ζωή ως δώρο, μια δημιουργία από το τίποτα, μια μαρτυρία της ελευθερίας του Θεού· αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, και έτσι έχει επίγνωση της ευθραυστότητας και της θνητότητάς του. Στο πλαίσιο του θεολογικού λόγου, αναγνωρίζεται η θνητότητα όχι για να μετατραπεί ο θάνατος σε φετίχ αλλά για να μπορούμε ως άνθρωποι να βιώσουμε το πλήρωμα της ζωής μας.
Ο Ήγκλετον εισηγείται έναν τραγικό ανθρωπισμό, διακριτό από το φιλελεύθερο ανθρωπισμό του Ντίτσκινς. Ο τραγικός ανθρωπισμός συμμερίζεται το όραμα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού για την ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας· ωστόσο –είτε στη σοσιαλιστική είτε στη χριστιανική είτε στην ψυχαναλυτική παραλλαγή του– υποστηρίζει ότι μόνο μέσα από μια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης, με την έννοια της αποφασιστικής αντιμετώπισης του χειρότερου εαυτού μας, και μιας εν συνεχεία ριζικής αναδημιουργίας, μπορεί η ανθρωπότητα να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. Δεν υπάρχουν, για τον Ήγκλετον, εγγυήσεις ότι θα γεννηθεί ένα τέτοιο μεταμορφωμένο μέλλον· θα μπορούσε όμως να έρθει λίγο νωρίτερα, αν δεν εξακολουθούσαμε να βάζουμε εμπόδια με τον δογματισμό, τον εγωισμό και τις όποιες φοβίες μας.
*Η Ντένια Αθανασοπούλου-Κυπρίου είναι δρ φιλοσοφίας της θρησκείας, διδάσκουσα στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Terry Eagleton, Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, μετ. Πέτρος Γεωργίου (Πατάκης 2011). Μια εκτενέστερη εκδοχή θα δημοσιευθεί στο προσεχές τεύχος (123) του περ. Σύναξη.

Ένα σχόλιο για τη θέση του θεολογικού λόγου στον δημόσιο χώρο, με αφετηρία την προσέγγιση του Τέρρυ Ήγκλετον
Για ποιον λόγο άραγε διακινδυνεύει τις φιλίες του, προκειμένου να στοχαστεί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια μετά την έκδοση των πολεμικά αθεϊστικών και ιδιαίτερα ευπώλητων βιβλίων του Ντίτσκινς (όνομα με το οποίο ο Ήγκλετον αναφέρεται σε όλους εκείνους που, κατά τη γνώμη του, έγραψαν αθεϊστικά φονταμενταλιστικά βιβλία, όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς και ο Ρίτσαρντ Ντώκινς); Ο Ήγκλετον δεν αναλαμβάνει μια απολογία της θρησκευτικής πίστης ή μια υπεράσπιση της ιδέας της ύπαρξης ενός Θεού. Αναθρεμμένος ως κοινός Ρωμαιοκαθολικός και προερχόμενος από την εργατική τάξη της Αγγλίας, εγκατέλειψε την πίστη του όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, αναζητώντας, όπως νόμιζε, κάτι πιο συναφές με την πραγματικότητα και λιγότερο ανόητο από ό,τι είχε διδαχθεί περί Θεού στο σχολείο. Ωστόσο, εξομολογείται ότι η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού (1962-1965), με την κοινωνική διδασκαλία της μαζί με μια νέα εκδοχή του Ευαγγελίου που αναδείκνυε το ανθρώπινο και πολιτικό βάρος του χριστιανισμού, τον έκαναν να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Διέκρινε ότι απέρριπτε τον χριστιανισμό, έχοντας στο μυαλό μια ειδωλολατρική αντίληψη του Θεού. Και η κριτική που ασκούν στη θρησκεία οι διάφοροι Ντίτσκινς γίνεται με βάση μια ειδωλολατρική περί Θεού αντίληψη, θεολογικά ξεπερασμένη αλλά και βιβλικά αστήρικτη. Ο συγγραφέας εισέρχεται λοιπόν σε μια συζήτηση για να δείξει πως ο χριστιανισμός, και ακόμα περισσότερο η θεολογική σκέψη, δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν οι Ντίτσκινς.
Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ ότι ο Ήγκλετον αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του Ευαγγελίου και της πίστης, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές διαστάσεις της αθεΐας των σύγχρονων αθεϊστών φονταμενταλιστών. Κατανοώντας τη θεολογία με όρους απελευθέρωσης, ερμηνεύει με τρόπο ανατρεπτικό και απελευθερωτικό τις βιβλικές αφηγήσεις, τονίζοντας ότι ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος των περιττωμάτων της Γης. Με το μαρξιστικό του ένστικτο, ο Ήγκλετον διακρίνει τον λόγο περί δικαιοσύνης και αδελφοσύνης των Ευαγγελίων και αναγνωρίζει τη σημασία του σε έναν χρεωκοπημένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά πλέον, κόσμο. Η ηθική την οποία κηρύσσει ο Ιησούς αποτελεί πρόκληση για την αστική ηθική του Ντίτσκινς: «Συγχώρεσε τους εχθρούς σου, χάρισε το μανδύα αλλά και το χιτώνα σου, γύρισε και το άλλο μάγουλο, αγάπα αυτούς που σε προσβάλλουν, κάνε το καλύτερο που μπορείς, μη σκέφτεσαι καθόλου το αύριο».
Τι νόημα έχουν όλα αυτά σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον; Τι νόημα έχουν στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών πολιτικών οι προτροπές για πραότητα και ειρήνη που βρίσκουμε στους Μακαρισμούς; Μήπως θα έπρεπε ο Ντίτσκινς να εισηγηθεί την απαγόρευση αυτής της ύπουλης προπαγάνδας υπέρ της ειρήνης και των φτωχών; Ο Ιησούς δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο: άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, φίλος των αποβλήτων, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου, μάστιγα για όσους επένδυαν στον πλούτο: «Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ».
Σε όλο το βιβλίο διακρίνουμε την καχυποψία του συγγραφέα απέναντι στις πολιτικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από τη λυσσαλέα προσπάθεια των σύγχρονων αθεϊστών να εξοβελίσουν από τη δημόσια σφαίρα τη θρησκεία. Ο Ήγκλετον αναγνωρίζει βέβαια τα κακά που προέρχονται από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, αναρωτιέται όμως γιατί οι αθεϊστές τύπου Ντίτσκινς δεν ασκούν ανάλογη κριτική στις καταστροφικές συνέπειες της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Αναρωτιέται, επίσης, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη βρομερή ιστορία της αποικιοκρατίας, τη δυστυχία που προκαλεί ο ρατσισμός και ο σεξισμός, η παραγωγή και αναπαραγωγή της φτώχειας και της πείνας. Ο Ντίτσκινς υποστηρίζει το πολιτικό κατεστημένο, αφού η εκστρατεία του δεν συνοδεύεται από μιαν εξίσου απερίφραστη κριτική του παγκόσμιου καπιταλισμού, συστήματος που γεννά μεγάλο μέρος του άγχους και του αισθήματος ταπείνωσης, από τα οποία τρέφεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Βασικά, αυτό που ενοχλεί τους αθεϊστές υποστηρικτές του κατεστημένου στην «πίστη» είναι η δέσμευσή της στην ιδέα ότι η Ιστορία έχει τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί από τους ανθρώπους. Ορισμένοι φαίνεται ότι πολεμούν την πίστη, τη διακρίνουν απόλυτα από τη λογική και την ταυτίζουν με τις ανορθολογικές πεποιθήσεις. Ακόμα και έτσι, όμως, δεν θα έπρεπε να ελέγχουν και το περιεχόμενο των πεποιθήσεων, να δουν κατά πόσο είναι επιβλαβές; Πόσο επιβλαβής είναι η πίστη στο ευαγγέλιο της αγάπης;
Ο Ήγκλετον προτείνει να μη λαμβάνουμε την πίστη ως μέγεθος εκ διαμέτρου αντίθετο με τη λογική, αλλά να προσβλέπουμε σε μια έλλογη πίστη και μια λογική θεμελιωμένη σε κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της. Για τον Ήγκλετον, με μια έλλογη πίστη, με μια αγαπητική δέσμευση σε ένα ευαγγέλιο δικαιοσύνης, ειρήνης και αδελφοσύνης, η ανθρωπότητα θα θεωρούσε τον εαυτό της διαχειριστή, και όχι κυρίαρχο, της φύσης: «Ο πόλεμος θα υποκλινόταν μπροστά στη ειρήνη. Η συγχώρεση θα σήμαινε, μεταξύ άλλων πραγμάτων, το χάρισμα των αβάσταχτων χρεών που καθηλώνουν τα φτωχά έθνη».
Στο βιβλίο διακρίνουμε τις απελευθερωτικές δυνατότητες της θεολογικής σκέψης, του θεολογικού λόγου και των βιβλικών αφηγήσεων. Για την αριστερή συνείδηση του ΄Ηγκλετον, η μελέτη της Βίβλου δεν είναι χαμένος χρόνος. Η θεολογία επαναφέρει πολιτικές αξίες στο προσκήνιο, θέτοντας ζητήματα για το πεπρωμένο της ίδιας της ανθρωπότητας, σε σχέση όχι με τον εαυτό της (και άρα με το είδωλό της), αλλά με αυτό που η θεολογία θεωρεί την υπερβατική (την όντως διαφορετική) πηγή της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η εμμονή ορισμένων στην παραμονή του θεολογικού λόγου στην ιδιωτική σφαίρα καλλιεργεί την υποταγή στους νόμους της αγοράς, ενισχύει το καπιταλιστικό σύστημα, περιθωριοποιεί τις πολιτικές αξίες, μειώνει εν τέλει την ανθρώπινη ευθύνη, μας αποδεσμεύει από την προσπάθεια να επιφέρουμε κάποια μεταβολή στην τρομακτική θέση στην οποία βρίσκεται η ανθρωπότητα.
Η ουσιαστική διαφορά του θεολογικού λόγου είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Η θεολογία δέχεται τον κόσμο και τη ζωή ως δώρο, μια δημιουργία από το τίποτα, μια μαρτυρία της ελευθερίας του Θεού· αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, και έτσι έχει επίγνωση της ευθραυστότητας και της θνητότητάς του. Στο πλαίσιο του θεολογικού λόγου, αναγνωρίζεται η θνητότητα όχι για να μετατραπεί ο θάνατος σε φετίχ αλλά για να μπορούμε ως άνθρωποι να βιώσουμε το πλήρωμα της ζωής μας.
Ο Ήγκλετον εισηγείται έναν τραγικό ανθρωπισμό, διακριτό από το φιλελεύθερο ανθρωπισμό του Ντίτσκινς. Ο τραγικός ανθρωπισμός συμμερίζεται το όραμα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού για την ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας· ωστόσο –είτε στη σοσιαλιστική είτε στη χριστιανική είτε στην ψυχαναλυτική παραλλαγή του– υποστηρίζει ότι μόνο μέσα από μια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης, με την έννοια της αποφασιστικής αντιμετώπισης του χειρότερου εαυτού μας, και μιας εν συνεχεία ριζικής αναδημιουργίας, μπορεί η ανθρωπότητα να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. Δεν υπάρχουν, για τον Ήγκλετον, εγγυήσεις ότι θα γεννηθεί ένα τέτοιο μεταμορφωμένο μέλλον· θα μπορούσε όμως να έρθει λίγο νωρίτερα, αν δεν εξακολουθούσαμε να βάζουμε εμπόδια με τον δογματισμό, τον εγωισμό και τις όποιες φοβίες μας.
*Η Ντένια Αθανασοπούλου-Κυπρίου είναι δρ φιλοσοφίας της θρησκείας, διδάσκουσα στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Terry Eagleton, Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, μετ. Πέτρος Γεωργίου (Πατάκης 2011). Μια εκτενέστερη εκδοχή θα δημοσιευθεί στο προσεχές τεύχος (123) του περ. Σύναξη.
Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ· «῾Ο ἐθνικισμός εἶναι ἡ πιό προσοδοφόρα πηγή τῆς καπιταλιστικῆς τάξης»
«Τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα τήν ἐπαινοῦμε, τόν ἐθνικισμό τόν καταδικάζουμε» (ἀρχιεπίσκοπος ῾Ιερώνυμος Β’).
Λάβαρο καί σημαία τῆς «Χρυσῆς Αὐγῆς» ὁ ἐθνικισμός, πού σκόπιμα τόν ταυτίζει μέ τή φιλοπατρία, διαστρεβλώνοντας τόπραγματικό περιεχόμενο τῆς ἀγάπης πρός τήν πατρίδα.
᾿Αντί ἄλλων σχολίων καί ἀναλύσεων, παραθέτουμε στή συνέχεια, ἕνα πραγματικά ἱστορικῆς σημασίας κείμενο περίἐθνικισμοῦ, τοῦ ἀειμνήστου ἱδρυτῆ τῆς Χ.Δ., Νικολάου Ψαρουδάκη, ἀπό τό βιβλίο του· «Χριστιανική ᾿Επανάσταση - ῾Η φιλοσοφία τῆς ᾿Επανάστασης», πού γράφηκε πρίν μισό περίπου αἰώνα!
᾿Αξίζει ἡ μελέτη του, ἰδιαίτερα ἀπό ὅσους λέμε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί.
Γράφει ὁ Νίκος Ψαρουδάκης (ὅπου ἀνωτέρω, σσ. 144-150)·
῾Ο χριστιανός γνωρίζει πώς δέν εἶναι στόν κόσμο αὐτό ἡ ὁριστική του διαμονή, πώς δέν «ἔχει ὧδε μένουσαν πόλιν». ῾Οἄνθρωπος δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ κόσμου, μά τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο κατοικία του τή γῆ, ὅπου σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους περνᾶ τήν σύντομη ζωή του. ῾Η ἐγκόσμια ζωή, σ᾿ ἀναφορά μέ τήν αἰωνιότητα, δέν εἶναι οὔτε μιά σταγόνα στόν ὠκεανό. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀντιανθρώπινο κάθε τι πού στήν σύντομη τωρινή ζωή καταστρέφει τή μέλλουσα, πού εἶναι ἡ παντοτεινή. Μεγάλο ρόλο στό ζήτημα αὐτό παίζει ἡ σχέση τοῦ ἀτόμου μέ τήν πατρίδα του καίτή φυλή του. ῾Η πατρίδα κι ἡ φυλή ἔχουν γιά τό χριστιανό τή σημασία πού ἔχει κάθε ἄλλο πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει τήν πραγματοποίηση τῆς χριστιανικῆς του ἀποστολῆς. ῾Η πατρίδα κι ἡ φυλή ἔχουν νόημα, μόνο ἐφόσον βοηθοῦν τόνἄνθρωπο στόν ἀγώνα του νά τελειοποιηθῆ καί νά ζήση, ὅπως ὁρίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέσα γιά τή ζωή κι᾿ὄχι σκοπός. Δέν ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι γιά τήν πατρίδα, μά ἡ πατρίδα γιά τούς ἀνθρώπους. ῞Οταν ἡ πατρίδα ἐμποδίζη τόν ἄνθρωπο στήν ἐξέλιξή του ἤ καταστρέφη τή ζωή του, τότε πρέπει νά χτυπηθῆ, ὅπως καί κάθε ἄλλος ἐχθρός. ῾Ο Χριστιανός ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί τό ἔθνος του, ἀλλά δέν αἰσθάνεται λατρεία γι᾿ αὐτά. ᾿Αποδίδει σ᾿ αὐτά τό σεβασμό πού πρέπει, μά ἀπέχει πολύ ἀπ᾿ τόν ὑστερικό θαυμασμό καί τή θεοποίησή τους.
῾Η πατρίδα καί τό ἔθνος στή νεοειδωλολατρική ἐποχή μας εἶναι μεγάλος πειρασμός γιά τούς Χριστιανούς. ῾Η διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται πάνω ἀπό πατρίδες καί φυλές. ῾Ο Χριστός μέ τό θεϊκό του μεγαλεῖο ἀγκάλιασε ὅλο τόν κόσμο κιὁραματίστηκε τήν ἀνθρωπότητα ἑνωμένη σάν μιά ποίμνη. Γι᾿ αὐτό ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δέν γνωρίζει πατρίδες καίφυλές. Γνωρίζει τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, τό παιδί τοῦ κοινοῦ παγκόσμιου πατέρα, καίκαθόλου δέν ἐξαρτᾶ τή θεία χάρη ἀπ᾿ τή γλῶσσα, τό χρῶμα, ἤ τόν τόπο τῆς καταγωγῆς του. Οἱ Χριστιανοί, φορεῖς τῆς χριστιανικῆς διδσκαλίας, μοιραῖα ἔρχονται σ᾿ ἀντίθεση μέ τούς εἰδωλολάτρες, πού έχοντας παρανοήσει τά πράγματα μεταβάλλουν τήν πατρίδα καί τό ἔθνος σέ εἴδωλο καί ἱερό σκοπό.
῾Ο Χριστιανός ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί τήν φυλή του, ἐπειδή τόν συνδέουν μ᾿ αὐτά ὁρισμένα περιστατικά, ὁρισμένες παραδόσεις καί ἀναμνήσεις. ῎Αν δέν ὑπῆρχε τό συναίσθημα, ποτέ δέν θἄφτανε ὁ Χριστιανός μέ τή λογική, στήν ἀγάπη τῆς πατρίδας, καί τοῦ ἔθνους. ᾿Αγαπῶ τήν πατρίδα μου, δηλ. ὁρισμένη ἐδαφική περιοχή τῆς γῆς, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς δέν θά μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω κι ὁποιοδήποτε ἄλλο κομμάτι τῆς γῆς ὅπου θά τἄφερνε ἡ μοῖρα νά ζήσω. Θἄθελα νάμποροῦσα νά γνωρίσω καί ν᾿ ἀγαπήσω ὅλες τίς γωνιές τοῦ κόσμου, ὅπου λάμπει ὁ γλυκύς ἥλιος καί ζοῦν δυό ἄνθρωποιἀγαπημένοι καί καλοί. Νοιώθω πατρίδα μου πιό πολύ τήν καλωσύνη καί τή χαρά, παρά τά ἄγρια βουνά καί τά ἄνυδρα ποτάμια μιᾶς χώρας, ὅπου συνέπεσε νά γεννηθῶ, πού λέγεται πατρίδα καί γιά τήν ὁποία διάφοροι ὕποπτοι τύποι συνθέτουν ὕμνους καί διθυράμβους. Κάθομαι καί σκέπτομαι· ῎Εχω κανένα λόγο ἐγώ ν᾿ ἀγαπῶ τήν πατρίδα καί τό ἔθνος μου παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι κάθε ἄλλος κάτοικος τῆς γῆς τήν δική του πατρίδα καί τό ἔθνος; ῎Οχι. Αὐτό σημαίνει πώς ὅλες οἱπατρίδες τοῦ κόσμου εἶναι τό ἴδιο ἀξιαγάπητες καί πώς ὁ λόγος πού ἀγαπᾶ κανείς μιά πατρίδα θά μποροῦσε νά τόν κάμη ν᾿ ἀγαπήση καί κάθε ἄλλη πατρίδα τοῦ κόσμου. ῎Ετσι φθάνομε στό συμπέρασμα πώς μιά εἶναι ἡ κοινή πατρίδα ὅλων τῶνἀνθρώπων· ἡ γῆ· καί μιά ἡ φυλή τους· ἡ ἀνθρωπότητα.
Μέ τή μεγάλη αὐτή πατρίδα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται νά τόν συνδέουν μεγάλοι δεσμοί. Δεσμοί πιό ἰσχυροί κι᾿ ἀπό ἐκείνους πού αἰσθάνεται νά ὑπάρχουν μέ τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα. ῾Ο σημερινός ἄνθρωπος καταλαβαίνει πώς ὅ,τι εἶναι τό ὀφείλει σ᾿ ὅλο τό κόσμο. Κάθε χώρα ἔχει προσφέρει τόν ὀβολό της στό ταμεῖο τοῦ πολιτισμοῦ. ῞Ενα μεγάλο μέρος τοῦ ἑαυτοῦμας τό ὀφείλομε σ᾿ ἀνθρώπους ἄλλων χωρῶν κι’ ἄλλης φυλῆς ἀπό μᾶς. ῾Η διαφορά τῆς πατρίδας καί τοῦ ἔθνους δένἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά οἰκοδομοῦν τόν κοινό τους πολιτισμό καί νά σηκώνουν ἀλλήλων τά βάρη. Κυττάζω στήβιβλιοθήκη μου καί βλέπω ὀνόματα ἀπ᾿ ὅλον τόν κόσμο. ᾿Ονόματα ἀνθρώπων μ᾿ ἄλλη γλῶσσα, ἄλλη πατρίδα, ἄλλη φυλή μ᾿ ἐμένα καί πού μ᾿ ὅλα αὐτά, χωρίς νά τούς ἔχω γνωρίσει προσωπικά, τούς ἀγαπῶ σάν καλούς μου φίλους καίπερνῶ μαζί τους πολύτιμες ὧρες, ἐνῶ μ᾿ ἑκατοντάδες γνωστούς μου πού ζοῦν δίπλα μου, αἰσθάνομαι νά μή μέ συνδέη τίποτα, ἄσχετο πώς εἴμεθα συμπατριῶτες. Νοιώθω, ὡς Χριστιανός, νά εἶναι πατρίδα μου τό πνεῦμα κι οἰκογένειά μου τάἔργα τοῦ Θεοῦ. ᾿Αγαπῶ τή πνευματική μου πατρίδα καί θεωρῶ φίλους μου κι᾿ ἀδελφούς μου ὅλους ἐκείνους, πού στάδιάφορα σημεῖα τῆς γῆς σκέφτονται καί πονοῦν ἴσα μέ μένα. Ποῦ ὑπάρχει ἐλευθερία καί καλοσύνη; ᾿Εκεῖ εἶναι ἡ πατρίδα μου καί ἐκείνην ἀγαπῶ, χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη νά μοῦ τό ἐπιβάλλη κανείς. Θεωρῶ ἀνέκφραστα γελοίους καί μηδαμινούςὅλους ἐκείνους πού ἐπιμένουν νά καθορίζουν τήν πατρίδα μέ βουνά καί ποτάμια καί συρματοπλέγματα, ὅπως στήν παλιά ἐποχή οἱ ῞Ελληνες θεωροῦσαν ἄλλη πατρίδα τή Σπάρτη, ἄλλη τήν Κόρινθο, τήν ᾿Αθήνα, τή Θήβα κ.λπ. Πῶς εἶναι δυνατό μετά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐγώ ὁ Χριστιανός, νά θεωρῶ πατρίδα μου μιά ὁρισμένη γωνιά τῆς γῆς, πούπερικλείεται μέσα σ᾿ ὁρισμένα ὅρια πού καθόρισαν αὐθαίρετα ὕπουλοι διπλωμάτες καί νά μήν θεωρῶ πατρίδα μου ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, τήν μεγάλην οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀπέθανε κι οἱ μάρτυρες τοῦΧριστιανισμοῦ, τόν κόσμο τοῦ πνεύματος μέσα στόν ὁποῖον ζῶ καί κινοῦμαι καί εἶμαι; ῾Η ἔννοια τῆς εἰδωλολατρικῆς πατρίδας εἶναι ἀσφυκτική γιά τόν συνειδητό Χριστιανό, τόν ξυπνημένο ἄνθρωπο τοῦ 20οῦ αἰώνα.
῾Η ἀγάπη τῆς πατρίδας καί τοῦ ἔθνους μόνο χριστιανικά καθορισμένη ἱκανοποιεῖ τόν πολιτισμένο ἄνθρωπο καί βοηθεῖστή συναδέλφωση καί τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου. ῾Ο ἐθνικισμός μπορεῖ ν᾿ ἀποβῆ μοιραῖος στή ζωή τῶν λαῶν, ὅπως τόμαχαίρι στά χέρια τοῦ μωροῦ. ῾Η ἱστορία συνεχῶς ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή καί καλά θά κάμουν οἱ λαοί νά δώσουν προσοχή στή φωνή της. ῾Η προσωπολατρεία κι ὁ ἐθνικισμός ἦταν ἀνέκαθεν ἡ γόνιμη γῆ, ὅπου σπέρνονταν καίκαρποφοροῦσαν τά ζιζάνια τοῦ Σατανᾶ, τά προορισμένα νά συμπνίγουν τίς θεϊκές ἐντολές καί νά μεταβάλλουν τήνἀνθρωπότητα σέ σφαγεῖο. Τό ν᾿ ἀγαπᾶ κανείς τήν πατρίδα του σέ τίποτα δέν κάνει κακό. ᾿Αγαπῶ τήν πατρίδα μου, γιατίἐκεῖ γεννήθηκε κι ἐκεῖ ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα, μέ τά ὁποῖα ἔχω συνδεθῆ κατά κάποιο τρόπο. Τό ὅτι ἀγαπῶ τήν πατρίδα μου αὐτό μέ κάνει νά θεωρῶ φυσικό ν᾿ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του κι ὁ πολίτης μιᾶς ἄλλης πατρίδας. Οὔτε σκέπτομαι ποτέ πώς μπορῶ ἐγώ νά ἐμποδίσω αὐτόν ἤ αὐτός ἐμένα νά αἰσθάνωμαι τό αἴσθημα αὐτό. ᾿Απ’ ἑναντίας...᾿Επειδή ἀγαπῶ τήν πατρίδα μου, νοιώθω φίλους μου ὅλους ἐκείνους πού ἀγαποῦν τήν δική τους πατρίδα. Μᾶς συνδέει ἡκατανόηση τῆς κοινῆς μοίρας, τοῦ κοινοῦ πόνου.
Οπως ἀναγνωρίζω τό δικαίωμα στόν κάθε ἄνθρωπο τοῦ κόσμου ν᾿ ἀγαπᾶ τή γυναῖκα του, τά παιδιά του, τή ζωή του, νά χαίρεται τό κοστούμι του, τήν ἐργασία του κ.τ.τ., γιατί αὐτό μ᾿ ἀρέσει νά κάνω κι ἐγώ, ἔτσι τοῦ ἀναγνωρίζω τόδικαίωμα νἄχη μιά πατρίδα καί νά τήν ἀγαπᾶ ὅσο αὐτός θέλει. Τοῦ ἀναγνωρίζω ἀκόμα τό δικαίωμα, ὅπως παίρνη διαζύγιο ἀπ᾿ τή γυναῖκα του, ἤ ὅπως ἀλλάζη τό κοστούμι του, ἔτσι νά πάψη ν᾿ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του ἤ νά μήν ἀγαπᾶς συγκεκριμένα καμμιά. Καί σέβομαι τή δήλωσή του πώς εἶναι πολίτης τοῦ κόσμου καί πώς παραμένει ἀναγκαστικά στή γῆ, γιατί εἶναι ἀκόμα ἀδύνατη ἡ μετάβασή του σ᾿ ἄλλο... πλανήτη. Αὐτά ὅλα τ᾿ ἀναγνωρίζω στό συνάνθρωπό μου, γιατί σάν χριστιανός ξέρω πώς εἶναι ἐπουσιώδη ζητήματα τῆς ζωῆς, μικρά μέσα γιά τό μεγάλο σκοπό. Κάθε ἄνθρωπος φθάνει στόχριστιανικό σκοπό μέ τό δικό του τρόπο. Δέν εἶναι σωστό νά ὑποχρεώσωμε κανέναν νά ἐκλέξη τόν τρόπο τό δικό μας.῾Ο τρόπος γιά τό ἅρπαγμα τοῦ καρποῦ ἀπ᾿ τό δένδρο τῆς ζωῆς, ἔρχεται ἀπό μέσα μας κι ὄχι ἀπ᾿ ἔξω. ᾿Απ᾿ τό Σύνταγμαὥς τήν ῾Ομόνοια ἄλλοι πηγαίνουν μέ λεωφορεῖο, ἄλλοι μέ ταξί, ἄλλοι μέ τρόλεϋ κι ἄλλοι μέ τά πόδια. Σημασία ἔχει πώςὅλοι φθάνουν. Μπορῶ νά ὑποχρεώσω ἕνα γέρο νά πάη μέ τά πόδια ἤ ἕνα φτωχό νά πάη μέ ταξί; ῾Η ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τό ἔθνος, χριστιανικά, δέν εἶναι δόγμα ζωῆς. Εἶναι ἀτομική ὑπόθεση κι ἔτσι πρέπει νά κρίνεται. ῞Ολος ὁκόσμος εἶναι ἔργο τοῦ ἴδιου δημιουργοῦ καί κάθε κομμάτι τῆς γῆς ἀξίζει νά τό ἀγαπήση κανείς. ῾Ο Χριστιανισμός ἁπλώνει τήν πατρίδα σ᾿ ὅλη τή γῆ, ὅπως φέρνει τή σκέψη στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί τήν ζωή στήν αἰωνιότητα.
῞Οπως ἔχομε τονίσει ἀλλοῦ, οἱ λαοί μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκαν σάν πιόνια στό παιγνίδι τῶν ἐμπόρων γιά τή ληστεία τῆς κοινωνίας. Οἱ πολιτικοί κι οἱ ἔμποροι χρησιμοποίησαν ὅλες τίς πλευρές τοῦ ψυχικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου γιά τήνἐπικράτησή τους. Τά ἱερά καί τά ἅγια τῆς ἀνθρωπότητας, ἔγιναν ἀντικείμενο ἐμπορίας καί συναλλαγῆς. Φυσικά τόσυναίσθημα τῆς φιλοπατρίας χρησιμοποιήθηκε ἀπ᾿ τά πρῶτα. ῾Η ἄρχουσα τάξη μέ τά κοινωνικά της ὄργανα, τούς πολιτικούς καί τούς διανοουμένους, ἐνόθευσε τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τήν ἔκανε ἐθνικισμό, γιά νά τήν καταντήση στό τέλος σωβινισμό καί ἰμπεριαλισμό. Γιά τό σκοπό αὐτό ἡ ἀστική ἡγεσία χρησιμοποιεῖ εἴτε ναρκωτικά, τόνοθευμένο θρησκευτικό κήρυγμα, εἴτε διεγερτικά, ὅπως εἶναι ὁ ἐθνικισμός. Τά ναρκωτικά τῆς ἐξασφαλίζουν τήν κατοχήτῶν παράνομων κερδῶν, τά διεγερτικά τῆς αὐξάνουν τά κέρδη. ῾Ο ἐθνικισμός εἶναι ἡ πιό προσοδοφόρα πηγή τῆς καπιταλιστικῆς τάξης.
῾Η κεφαλαιοκρατική τάξη πού καταπιέζει μιά χώρα ἐπεκτείνει τή δράση της καί σ᾿ ἄλλες χῶρες κι ἔτσι γίνεται ἕνας διεθνής ἀγώνας ἐπικράτησης μεταξύ τῶν κεφαλαιοκρατικῶν συγκροτημάτων τῶν διαφόρων χωρῶν. ῞Οταν ὁ ἀγώνας αὐτός φθάση σέ κρίσιμο σημεῖο, τότε χρησιμοποιεῖται ὁ πόλεμος, γιά νά κρίνη τήν τύχη τῶν οἰκονομικῶν συγκροτημάτων. Γιά νά φέρουν τούς λαούς σέ φόρμα νά πολεμήσουν, οἱ ἡγέτες τους μεταχειρίζονται τόν ἐθνικισμό, καλλιεργοῦν τό σωβινισμό καί ὑποθάλπουν τό ἔνστικτο τῆς καταστροφῆς κι ἁρπαγῆς μέ τό μιλιταρισμό. Μέὀμορφοστολισμένες ψευτιές, πλαστογράφηση τῆς ἱστορίας καί καπηλεία τῆς ἠθικῆς, οἱ λαοί ὁδηγοῦνται στήν πιό μεγάληἐξαχρείωση, ἔτσι πού νά μήν ὑπάρχη ἔγκλημα κι ἠλιθιότητα, πού νά μήν εἶναι ἱκανοί νά τά πράξουν.
᾿Εθνικισμός σημαίνει θεοποίηση τῆς πατρίδας καί τοῦ κράτους. ῾Η θεοποίηση αὐτή εἶναι ὁ συντομώτερος δρόμος πρός τήν ἀποκτήνωση τῶν λαῶν. Μέ τόν ἐθνικισμό ἡ πατρίδα γίνεται σκοπός, ἀντικείμενο λατρείας, παίρνοντας τή θέση τοῦΘεοῦ. Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ξέρουν πώς ὁ ἐθνικισμός εἶναι ἐπικίνδυνη μορφή εἰδωλολατρίας, ὄργανο τοῦ διαβόλου καίἄρνηση τῆς φιλοπατρίας τῶν ἄλλων.
Κλασσικό παράδειγμα εἶναι ὁ γερμανικός ἐθνικισμός· «ἡ Γερμανία ὑπεράνω ὅλων». ῞Οταν κανείς θεοποιήση τή πατρίδα του, τότε θέλει νά καταργήση τίς ἄλλες πατρίδες καί ν᾿ ἀναγκάση τούς πολίτες τους ν᾿ ἀγαποῦν τή δική του πατρίδα. Γιατί αὐτό; Θά θέλαμε μιά ἀπάντηση ἀπ᾿ τούς ἐθνικιστές· ταιριάζει αὐτό στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί τή χριστιανικήἰδιότητα; ῾Η πατρίδα εἶναι θρησκεία; ῾Υπάρχει κανένας Θεός πού νά δίδαξε τόν ἐθνικισμό; Μπορεῖ νά εἶναι κανέναςἐθνικιστής καί χριστιανός; ῾Ο Χριστιανισμός γεμίζοντας τά πάντα δημιουργεῖ ἀδιαχώρητο. Στό χριστιανικό ἀδιαχώρητο δέν ἔχουν θέση ἀντιχριστιανικά πράγματα καί ἑπομένως οὔτε ὁ ἐθνικισμός. Τό ἔθνος, σάν σύνολο λαοῦ, πρέπει νάβρίσκεται στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔννοια τῆς φιλοπατρίας. Τό περιεχόμενο κι ἡ ἀποστολή τοῦΧριστιανισμοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστα μέ τή σημερινή μορφή τῆς ἀνθρωπότητας. Τά κράτη, τά ἔθνη, τά σύνορα, οἱφυλετικές διακρίσεις, ὅ,τι ἔχει σχέση μέ ἐπιθέσεις καί κατακτήσεις ξένων ἐδαφῶν εἶναι ἀκατανόητα ἀπό χριστιανικήπλευρά. Σ᾿ ὅλα αὐτά οἱ Χριστιανοί δέν βλέπουν παρά τό σχέδιο τοῦ διαβόλου, πού κρατᾶ τούς λαούς χωρισμένους, γιάνά μή πραγματοποιηθῆ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ πού θέλει νά ἑνώση τήν ἀνθρωπότητα. ῾Ο ἐθνικισμός καί τά περί αὐτόν, εἶναιἡ τοξίνη πού ἐπιδιώκει τήν ἀποσύνθεση τῆς ἀνθρωπότητας. Τό ἀντίδοτο στήν περίπτωση αὐτή εἶναι τό κήρυγμα τοῦΧριστοῦ γιά τήν ἀμοιβαία κατανόηση ἀνάμεσα στούς λαούς. ῾Ο Χριστιανισμός, ὅπως ἔχομε πεῖ, ἐξευγενίζει τήν πατρίδα δίνοντάς της πνευματικό περιεχόμενο καί τήν μεγαλώνει ἐπεκτείνοντάς την σ᾿ ὅλο τόν κόσμο καί μέχρι τό Θεό.
Χριστιανική πατρίδα εἶναι ὁ πνευματικός κόσμος, ἡ ἀθανασία καί ἡ αἰωνιότητα καί χριστιανικός ἐθνικισμός τό μεγάλοἰδανικό τῆς παγκόσμιας εἰρήνης καί συναδέλφωσης, τῆς «μίας ποίμνης», ὅπως ὁ Κύριος εἶπε· «γενήσεται μία ποίμνη, εἶς ποιμήν».
http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/872/nikolaos-psaroudakes-thnikisms-enai-pi-prosodophra-peg-ts-kapitalistiks-txes.html
http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/872/nikolaos-psaroudakes-thnikisms-enai-pi-prosodophra-peg-ts-kapitalistiks-txes.html
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)